αλεστικά

αλεστικά
öğütme ücreti

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλεστικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει για την άλεση: Πήραν μια φτηνή αλεστική μηχανή. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αλεστικά η αμοιβή του μυλωνά για την άλεση: Ανέβηκαν φέτος τα αλεστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλεστρον — ἄλεστρον, το (Α) [ἀλῶ] η αμοιβή για το άλεσμα, τα αλεστικά …   Dictionary of Greek

  • αλεστικός — ή, ό (Μ ἀλεστικός, ή, όν) [αλεστής] 1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή») 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικά η δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή τού μυλωνά …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • μυλωτικόν — μυλωτικόν, τὸ (Μ) μέρος από το αλεύρι που αλέθεται το οποίο δίνεται ως αμοιβή τού μυλωνά, τα αλεστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *μυλωτικός (< *μυλωτός)] …   Dictionary of Greek

  • ξάγι — το (ΑΜ εξάγιον, Μ και εξάγι[ν] και αξάγι[ν] και ξάγι[ν] και ξάγιο) νεοελλ. 1. κόσκινο ή άλλο δοχείο ορισμένης χωρητικότητας με το οποίο μετρείται το ποσοστό τού αλέσματος που κατακρατείται από τον μυλωνά ως δικαίωμα για την άλεση 2. η αμοιβή τού… …   Dictionary of Greek

  • μύλος — ο 1. μηχάνημα που αλέθει το σιτάρι, τον καφέ κτλ. 2. το κτίριο όπου είναι εγκαταστημένα τα αλεστικά μηχανήματα. 3. μτφ., τα δόντια και το στομάχι: Αλέθει ο μύλος του (χωνεύει καλά την τροφή του). – Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει (για γερό στομάχι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”